Κομητάς

Κομητάς
(9ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Δίδαξε γραμματική στη σχολή της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη και τιμήθηκε με το αξίωμα του χαρτουλάριου. Επιπλέον, ασχολήθηκε με τη στιχουργική και τη διόρθωση των ομηρικών κειμένων. Αξιόλογα είναι τα επιγράμματα, στα οποία καυχιέται μάλιστα για τις ενασχολήσεις του γύρω από τον Όμηρο. Ορισμένα από αυτά περιέχονται στην Παλατινή Ανθολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κομήτας — Κομήτᾱς , Κομήτης wearing long hair masc acc pl Κομήτᾱς , Κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομήτας — κομήτᾱς , κομήτης wearing long hair masc acc pl κομήτᾱς , κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμητας — κόμης comes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAPILLATI — I. CAPILLATI pars Gothorum inferior, superior enim Pileati dicta fuit: haec a sacris, illa a Republ. Iornandes de reb. Get. c. 11. Elegit namque ex illis (Diceneus ex Gothis) tunc nobilissimos prudentiores viros, quos Theologiam insiruens, numina …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COMA Hyacinthina — apud Poetas frequens. Sic apud Longum, ubi describitur forma decusque Daphnidis, Coma ei adscribitur, hyacinthino flori similis, Ο῾ρᾷς ὡς ὑακίνθῳ μέν τὴν κόμην ὁμοίαν ἔχει; imitatione scil. Homeri, qui, ut Ulysses Nausicaae gratior esset, ait… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COMITES — dicti sunt, qui florente Republ. Romana publici negotii causâ, Proconsules et Praesides, in provincias euntes, comitabantur. Cicer. Act. 4. in Verr. In Imperio Comites olim vocabant, quotquot e Comitatu Principis erant: Comitatum vero ipsam Aulam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπορρέω — ὑπορρέω ΝΜΑ [ῥέω] ρέω από κάτω αρχ. 1. εκρέω λίγο 2. διαρρέω 3. μεταπίπτω 4. πέφτω σιγά σιγά («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης», Λουκιαν.) 5. μτφ. α) εισέρχομαι κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός… …   Dictionary of Greek

  • κόμης — κόμης, ο και κόμητας, ο θηλ. κόμισσα (λ. λατ.), τίτλος ευγενείας, κόντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”